- λεπτοκοπέω
- λεπτο-κοπέω,A chop fine or small, Dsc.1.12, 5.75 (both [voice] Pass.), Aq., Thd., Sm.Is.28.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λελεπτοκοπημένον — λεπτοκοπέω chop fine perf part mp masc acc sg λεπτοκοπέω chop fine perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελεπτοκοπημένην — λεπτοκοπέω chop fine perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοκοπηθήσεται — λεπτοκοπέω chop fine fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοκοπήσας — λεπτοκοπήσᾱς , λεπτοκοπέω chop fine aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)